νυχθήμερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

νυχθήμερος < νύξ + ἡμέρα

Επίθετο

νυχθήμερος,α,ον

  1. αυτός που έχει διάρκεια εικοσιτετράωρη, που κρατά μία ημέρα και μία νύχτα
  2. το ουδέτερο, δηλαδή το νυχθήμερον ουσιαστικοποιήθηκε και σήμαινε το ημερονύχτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.