νυχθήμερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Επίθετο
νυχθήμερος,α,ον
- αυτός που έχει διάρκεια εικοσιτετράωρη, που κρατά μία ημέρα και μία νύχτα
- το ουδέτερο, δηλαδή το νυχθήμερον ουσιαστικοποιήθηκε και σήμαινε το ημερονύχτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.