νυκτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυκτός η νυκτή το νυκτό
      γενική του νυκτού της νυκτής του νυκτού
    αιτιατική τον νυκτό τη νυκτή το νυκτό
     κλητική νυκτέ νυκτή νυκτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυκτοί οι νυκτές τα νυκτά
      γενική των νυκτών των νυκτών των νυκτών
    αιτιατική τους νυκτούς τις νυκτές τα νυκτά
     κλητική νυκτοί νυκτές νυκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

νυκτός < αρχαία ελληνική νύσσω, θέμα νυκ- + -τός

Επίθετο

νυκτός

  1. (μουσική, για μουσικά όργανα με χορδές) που παίζεται με τσίμπημα (με τα δάχτυλα ή με πένα)
    Η κιθάρα, η άρπα, είναι νυκτά όργανα: τα δάχτυλα τραβούν τις χορδές τους.
    Το πιάνο δεν είναι νυκτό, γιατί τις χορδές του τις χτυπούν σφυράκια. Αντίθετα, το τσέμπαλο είναι νυκτό.
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νυκτό (εννοείται: όργανο)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

νυκτός < αρχαία ελληνική νυκτός, γενική ενικού του νύξ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

νυκτός θηλυκό

Εκφράσεις

  • δοχείο νυκτός



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

νυκτός θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.