nox

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

nox < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nókʷts (σκοτάδι), κοινή στο σανσκριτικό nakti (νύχτα), στο αγγλικό night και στο ελληνικό νύχτα (< νύξ)

Ουσιαστικό

nox (la) θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική nox noctēs
γενική noctis noctium
δοτική noctī noctibus
αιτιατική noctem noctēs
κλητική nox noctēs
αφαιρετική nocte noctibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.