βαθιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαθιά < βαθύς

Επίρρημα

βαθιά

  1. σε μεγάλο βάθος
  2. (μεταφορικά) πολύ
    είμαι βαθιά συγκινημένος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαθιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βαθύς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαθύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.