νύκτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νύκτιος | η | νύκτια | το | νύκτιο |
| γενική | του | νύκτιου | της | νύκτιας | του | νύκτιου |
| αιτιατική | τον | νύκτιο | τη | νύκτια | το | νύκτιο |
| κλητική | νύκτιε | νύκτια | νύκτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νύκτιοι | οι | νύκτιες | τα | νύκτια |
| γενική | των | νύκτιων | των | νύκτιων | των | νύκτιων |
| αιτιατική | τους | νύκτιους | τις | νύκτιες | τα | νύκτια |
| κλητική | νύκτιοι | νύκτιες | νύκτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νύκτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νύκτιος < αρχαία ελληνική νύξ. νυκτ-. Δείτε και νύχτιος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈni.kti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νύ‐κτι‐ος
Επίθετο
νύκτιος, -α, -ο
- (λόγιο, παρωχημένο) συνήθως ως δεύτερο συνθετικό)
- λόγια μορφή του νύχτιος: νυχτερινός, νυχτιάτικος
- → χρειάζεται παράθεμα
- → δείτε παράθεμα στο νύχτιος
- (λόγιο, σπάνιο, μεταφορικά) σκοτεινός (σαν τη νύχτα)
- λόγια μορφή του νύχτιος: νυχτερινός, νυχτιάτικος
Σύνθετα
- ακρονύκτιος
- ημερονύκτιος
- ολονύκτιος
- μεσονύκτιος
- μεταμεσονύκτιος
- προμεσονύκτιος
- τετρανύκτιος
Μεταφράσεις
νύκτιος
|
Πηγές
- λήγουν σε -νύκτιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νύκτιος | ἡ | νυκτίᾱ | τὸ | νύκτιον |
| γενική | τοῦ | νυκτίου | τῆς | νυκτίᾱς | τοῦ | νυκτίου |
| δοτική | τῷ | νυκτίῳ | τῇ | νυκτίᾳ | τῷ | νυκτίῳ |
| αιτιατική | τὸν | νύκτιον | τὴν | νυκτίᾱν | τὸ | νύκτιον |
| κλητική ὦ! | νύκτιε | νυκτίᾱ | νύκτιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νύκτιοι | αἱ | νύκτιαι | τὰ | νύκτιᾰ |
| γενική | τῶν | νυκτίων | τῶν | νυκτίων | τῶν | νυκτίων |
| δοτική | τοῖς | νυκτίοις | ταῖς | νυκτίαις | τοῖς | νυκτίοις |
| αιτιατική | τοὺς | νυκτίους | τὰς | νυκτίᾱς | τὰ | νύκτιᾰ |
| κλητική ὦ! | νύκτιοι | νύκτιαι | νύκτιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυκτίω | τὼ | νυκτίᾱ | τὼ | νυκτίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | νυκτίοιν | τοῖν | νυκτίαιν | τοῖν | νυκτίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νύκτιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νύξ, νυκτ- + -ιος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: νύχτιος
Επίθετο
νύκτιος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) νυχτερινός, της νύχτας
- ※ 2ος αιώνας πκε Λεωνίδας ὁ Ταραντῖνος στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, 6, 221.
- θὴρ νύκτιος
- ※ 2ος αιώνας πκε Λεωνίδας ὁ Ταραντῖνος στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, 6, 221.
Σύνθετα
- ἀκρονύκτιος
- ἐπινύκτιος
- μεσονύκτιος
- ὁλονύκτιος
Πηγές
- νύκτιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νύκτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.