νυκτιπόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νυκτιπόλος | τὸ | νυκτιπόλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νυκτιπόλου | τοῦ | νυκτιπόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νυκτιπόλῳ | τῷ | νυκτιπόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νυκτιπόλον | τὸ | νυκτιπόλον | ||
| κλητική ὦ! | νυκτιπόλε | νυκτιπόλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νυκτιπόλοι | τὰ | νυκτιπόλᾰ | ||
| γενική | τῶν | νυκτιπόλων | τῶν | νυκτιπόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νυκτιπόλοις | τοῖς | νυκτιπόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νυκτιπόλους | τὰ | νυκτιπόλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | νυκτιπόλοι | νυκτιπόλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυκτιπόλω | τὼ | νυκτιπόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νυκτιπόλοιν | τοῖν | νυκτιπόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νυκτιπόλος, -ος, -ον
- (κυρίως για οπαδούς του Βάκχου) που τριγυρίζει τη νύχτα σε διάφορα μέρη, εδώ κι εκεί, που νυχτοπερπατάει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 717 @scaife.perseus.org
- λαιψηρὰ πηδᾷ νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 1049 @scaife.perseus.org
- νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 717 @scaife.perseus.org
- (προσωνυμία) της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.829, @scaife.perseus
- νυκτιπόλος Ἑκάτη, τήν τε κλείουσι Κράταιιν,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.1020, @scaife.perseus
- ἴστω νυκτιπόλου Περσηίδος ὄργια κούρης,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.829, @scaife.perseus
Πηγές
- νυκτιπόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυκτιπόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.