μεσάνυχτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεσάνυχτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μεσάνυχτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

  • έχω βαθιά μεσάνυχτα: έχω πλήρη άγνοια μιας κατάστασης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.