εσπέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσπέρα οι εσπέρες
      γενική της εσπέρας
    αιτιατική την εσπέρα τις εσπέρες
     κλητική εσπέρα εσπέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσπέρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσπέρα[1], θηλυκό του ἕσπερος < *ϝέσπερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wek(ʷ)speros < *we- + *kʷsep- (νύχτα)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈspe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εσπέρα

Ουσιαστικό

εσπέρα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.