εσπέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εσπέρα | οι | εσπέρες |
| γενική | της | εσπέρας | — | |
| αιτιατική | την | εσπέρα | τις | εσπέρες |
| κλητική | εσπέρα | εσπέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εσπέρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσπέρα[1], θηλυκό του ἕσπερος < *ϝέσπερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wek(ʷ)speros < *we- + *kʷsep- (νύχτα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈspe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σπέ‐ρα
Ουσιαστικό
εσπέρα θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανέσπερα
- ανέσπερο
- ανέσπερος
- αποσπέρα
- αποσπέρας
- αποσπερίδα
- αποσπερίζω
- αποσπερινός
- αποσπερίς
- αποσπέρισμα
- Αποσπερίτης / αποσπερίτης
- απόσπερνα
- απόσπερνο
- αποσπερνός
- απόσπερο
- απόσπερος
- εσπέρας
- Εσπερία
- εσπερίδα
- εσπεριδοειδή
- εσπερινός
- καλησπέρα
- χοροεσπερίδα
Αναφορές
- εσπέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.