μικρούτσικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρούτσικος η μικρούτσικη το μικρούτσικο
      γενική του μικρούτσικου της μικρούτσικης του μικρούτσικου
    αιτιατική τον μικρούτσικο τη μικρούτσικη το μικρούτσικο
     κλητική μικρούτσικε μικρούτσικη μικρούτσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρούτσικοι οι μικρούτσικες τα μικρούτσικα
      γενική των μικρούτσικων των μικρούτσικων των μικρούτσικων
    αιτιατική τους μικρούτσικους τις μικρούτσικες τα μικρούτσικα
     κλητική μικρούτσικοι μικρούτσικες μικρούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μικρούτσικος < μικρός + -ούτσικος

Επίθετο

μικρούτσικος

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μικρός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.