μικρό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- μικρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μικρός
Ουσιαστικό
μικρό ουδέτερο
- (για ανθρώπους) → δείτε μικρό όνομα, το προσωπικό όνομα
- ≈ συνώνυμα: (για χριστιανούς:) το βαφτιστικό όνομα
- (γραμματική) το πεζό γράμμα
- το πολύ νεαρό παιδί ανθρώπου ή ζώου
- (μονάδα μέτρησης) άλλη μορφή του μικρόν
Μεταφράσεις
μικρό
|
|
Ετυμολογία 2
- μικρό: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.