piccolo
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
piccolo
(en)
(
μουσικό όργανο
)
πίκολο
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
piccolo
(fr)
(
μουσικό όργανο
)
πίκολο
Ιταλικά
(it)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
piccolo
(it)
μικρός
νέος
σημειώσεις
Στα ιταλικά το πίκολο φλάουτο λέγεται
ottavino
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.