μικράτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | μικράτα | ||
| γενική | των | μικράτων | ||
| αιτιατική | τα | μικράτα | ||
| κλητική | μικράτα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικράτα < μικρ(ός) + -άτα, πληθυντικός αριθμός του -άτος, κατά τα νιάτα[1]
Ουσιαστικό
μικράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η παιδική ηλικία
- ※ Σε ζήλευα που από τα μικράτα σου ζούσες ξεκάθαρες καταστάσεις. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: παιδικάτα
Μεταφράσεις
μικράτα
|
|
Αναφορές
- μικράτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.