pinky
Αγγλικά (en)
συγγενικά
Ετυμολογία
- pinky < (άμεσο δάνειο) ολλανδική pinkje, υποκοριστικό του ολλανδικού pink (μικρό δαχτυλάκι)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pinky | pinkies |
pinky (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το μικρό δάχτυλο του χεριού (σπανιότερα: του ποδιού)
- εναλλακτικός τύπος: pinkie
- → δείτε τη λέξη pinkie με επιπλέον σημασίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.