σμίκρυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμίκρυνση οι σμικρύνσεις
      γενική της σμίκρυνσης* των σμικρύνσεων
    αιτιατική τη σμίκρυνση τις σμικρύνσεις
     κλητική σμίκρυνση σμικρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σμικρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμίκρυνση < σμικρύνω < σμικρός

Ουσιαστικό

σμίκρυνση θηλυκό

  • η ελάττωση των διαστάσεων ενός αντικειμένου


Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.