small
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | small |
| συγκριτικός | smaller |
| υπερθετικός | smallest |
Επίθετο
small (en)
- (για μέγεθος, έκταση, ή αριθμό) μικρός
- ↪ the small house - το μικρό σπίτι
- (ειδικότερα) για ρούχα, φαγητό, ή ποτό
- ↪ I want a small coffee. - Θέλω ένα μικρό καφέ.
- (μεταφορικά) (για ηλικία) μικρός
- (για τυπογραφία) πεζά γράμματα
- (για διάρκεια, ύψος, ή μήκος) μικρός, κοντός
- (για ένταση) μικρός
- (για σημασία) μικρός
- ↪ small details - μικρές λεπτομέρειες
- ≈ συνώνυμα: minor, trivial, → και δείτε τη λέξη unimportant
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.