μικροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μικροσκοπικός | η | μικροσκοπική | το | μικροσκοπικό |
| γενική | του | μικροσκοπικού | της | μικροσκοπικής | του | μικροσκοπικού |
| αιτιατική | τον | μικροσκοπικό | τη | μικροσκοπική | το | μικροσκοπικό |
| κλητική | μικροσκοπικέ | μικροσκοπική | μικροσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μικροσκοπικοί | οι | μικροσκοπικές | τα | μικροσκοπικά |
| γενική | των | μικροσκοπικών | των | μικροσκοπικών | των | μικροσκοπικών |
| αιτιατική | τους | μικροσκοπικούς | τις | μικροσκοπικές | τα | μικροσκοπικά |
| κλητική | μικροσκοπικοί | μικροσκοπικές | μικροσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μικροσκοπικός < από το γαλλικό microscope. Από το μικρός και σκοπέω-σκοπώ.
Επίθετο
μικροσκοπικός, -η, -ο
- που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αφού είναι πάρα πολύ μικρός
- πολύ μικρότερος από το κανονικό (λέγεται για έμφαση στο μικρό μέγεθος)
- παρόλο που έχει καλό μισθό, μένει σε μικροσκοπικό διαμέρισμα με ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα
- που γίνεται με τη χρήση μικροσκοπίου
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.