κεφαλαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεφαλαίος | η | κεφαλαία | το | κεφαλαίο |
| γενική | του | κεφαλαίου | της | κεφαλαίας | του | κεφαλαίου |
| αιτιατική | τον | κεφαλαίο | την | κεφαλαία | το | κεφαλαίο |
| κλητική | κεφαλαίε | κεφαλαία | κεφαλαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεφαλαίοι | οι | κεφαλαίες | τα | κεφαλαία |
| γενική | των | κεφαλαίων | των | κεφαλαίων | των | κεφαλαίων |
| αιτιατική | τους | κεφαλαίους | τις | κεφαλαίες | τα | κεφαλαία |
| κλητική | κεφαλαίοι | κεφαλαίες | κεφαλαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.faˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λαί‐ος
Επίθετο
κεφαλαίος, -α, -ο
- που αφορά γράμματα της αλφαβήτας με πιο μεγάλο μέγεθος και σχήμα ενίοτε διαφορετικό από τα αντίστοιχα μικρά, που τίθενται στην αρχή περιόδου ή κυρίων ονομάτων
- (ουσιαστικοποιημένο) κεφαλαίο
Μεταφράσεις
κεφαλαίος
- κεφαλαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.