λειτουργικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειτουργικότητα οι λειτουργικότητες
      γενική της λειτουργικότητας των λειτουργικοτήτων
    αιτιατική τη λειτουργικότητα τις λειτουργικότητες
     κλητική λειτουργικότητα λειτουργικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειτουργικότητα < λειτουργικός + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /li.tuɾ.ʝiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

λειτουργικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του λειτουργικού
  2. (πληροφορική) οι εργασίες που εκτελεί ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.