λειτούργημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λειτούργημα | τα | λειτουργήματα |
| γενική | του | λειτουργήματος | των | λειτουργημάτων |
| αιτιατική | το | λειτούργημα | τα | λειτουργήματα |
| κλητική | λειτούργημα | λειτουργήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λειτούργημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λειτούργημα ουδέτερο
- υπηρεσία που γίνεται προς χάρη του λαού ή της πολιτείας
- το δημόσιο υπούργημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.