λειτούργημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λειτούργημα τα λειτουργήματα
      γενική του λειτουργήματος των λειτουργημάτων
    αιτιατική το λειτούργημα τα λειτουργήματα
     κλητική λειτούργημα λειτουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειτούργημα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λειτούργημα ουδέτερο

  1. υπηρεσία που γίνεται προς χάρη του λαού ή της πολιτείας
  2. το δημόσιο υπούργημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.