mass

Αγγλικά (en)

Επίθετο

mass (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mass masses

mass (en)

Ρήμα

ενεστώτας mass
γ΄ ενικό ενεστώτα masses
αόριστος massed
παθητική μετοχή massed
ενεργητική μετοχή massing

mass (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, μαζευόμαστε σε μεγάλους αριθμούς, συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα μαζί σε μεγάλους αριθμούς
    Troops are massing at the border.
    Στρατεύματα συγκεντρώνονται στα σύνορα.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.