λειτουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λειτουργός | οι | λειτουργοί |
| γενική | του | λειτουργού | των | λειτουργών |
| αιτιατική | τον | λειτουργό | τους | λειτουργούς |
| κλητική | λειτουργέ | λειτουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λειτουργός < αρχαία ελληνική λειτουργός < λήϊτον (< λαός, λεώς) + ἔργον
Ουσιαστικό
λειτουργός αρσενικό ή θηλυκό
- ο επαγγελματίας, αυτός που επιτελεί ένα δημόσιο λειτούργημα (δηλαδή: επάγγελμα), που προσφέρει επαγγελματικά ένα έργο μεγάλης αξίας για το κοινωνικό σύνολο
- (ειδικότερα) αυτός που έχει αυτονομία κατά την άσκηση του δημόσιου λειτουργήματός του, πχ ο δικαστικός ή ο πανεπιστημιακός δάσκαλος
- (θρησκεία) ο ιερέας
- ο λειτουργός του Ύψιστου/των Ύψιστων
Εκφράσεις
κοινωνικός λειτουργός / κοινωνική λειτουργός : ο/η επαγγελματίας που ασχολείται με κοινωνικά προβλήματα και προσφέρει υπηρεσίες συμβουλευτικής σε άτομα που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στη ζωή τους
Συγγενικά
- λειτούργημα : επάγγελμα
- λειτουργώ : επαγγέλομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.