λειτουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λειτουργός οι λειτουργοί
      γενική του λειτουργού των λειτουργών
    αιτιατική τον λειτουργό τους λειτουργούς
     κλητική λειτουργέ λειτουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειτουργός < αρχαία ελληνική λειτουργός < λήϊτον (< λαός, λεώς) + ἔργον

Ουσιαστικό

λειτουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο επαγγελματίας, αυτός που επιτελεί ένα δημόσιο λειτούργημα (δηλαδή: επάγγελμα), που προσφέρει επαγγελματικά ένα έργο μεγάλης αξίας για το κοινωνικό σύνολο
  2. (ειδικότερα) αυτός που έχει αυτονομία κατά την άσκηση του δημόσιου λειτουργήματός του, πχ ο δικαστικός ή ο πανεπιστημιακός δάσκαλος
  3. (θρησκεία) ο ιερέας
    ο λειτουργός του Ύψιστου/των Ύψιστων

Εκφράσεις

κοινωνικός λειτουργός / κοινωνική λειτουργός : ο/η επαγγελματίας που ασχολείται με κοινωνικά προβλήματα και προσφέρει υπηρεσίες συμβουλευτικής σε άτομα που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στη ζωή τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.