ιεροτελεστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιεροτελεστία | οι | ιεροτελεστίες |
| γενική | της | ιεροτελεστίας | των | ιεροτελεστιών |
| αιτιατική | την | ιεροτελεστία | τις | ιεροτελεστίες |
| κλητική | ιεροτελεστία | ιεροτελεστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιεροτελεστία < ιερός + τελεστία (< τελώ)
Ουσιαστικό
ιεροτελεστία θηλυκό
- η τελετουργία
- η πράξη που τα στάδια της γίνονται με τρόπο τελετουργικό, με ιδιαίτερη προσοχή, τήρηση κανόνων, καθορισμένη σειρά κ.λπ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.