τριηραρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριηραρχία οι τριηραρχίες
      γενική της τριηραρχίας των τριηραρχιών
    αιτιατική την τριηραρχία τις τριηραρχίες
     κλητική τριηραρχία τριηραρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριηραρχία < αρχαία ελληνική τριηραρχία

Ουσιαστικό

τριηραρχία θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τριηραρχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τριηραρχία θηλυκό

  1. λειτουργία σύμφωνα με την οποία η πόλη ανέθετε σε έναν πλούσιο Αθηναίο, για ένα χρόνο, τη συντήρηση και τον εξοπλισμό μιας τριήρους
  2. το αξίωμα του τριηράρχου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.