λειτουργώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λειτουργώ < αρχαία ελληνική λειτουργῶ

Ρήμα

λειτουργώ

  • εκτελώ τό έργο για το οποίο είμαι κατασκευασμένος ή προορισμένος
  • (για ίδρυμα ή κατάστημα) προσφέρω υπηρεσίες, εργάζομαι
    οι συγκοινωνίες δε λειτουργούν λόγω απεργίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.