λειτουργικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειτουργικός η λειτουργική το λειτουργικό
      γενική του λειτουργικού της λειτουργικής του λειτουργικού
    αιτιατική τον λειτουργικό τη λειτουργική το λειτουργικό
     κλητική λειτουργικέ λειτουργική λειτουργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειτουργικοί οι λειτουργικές τα λειτουργικά
      γενική των λειτουργικών των λειτουργικών των λειτουργικών
    αιτιατική τους λειτουργικούς τις λειτουργικές τα λειτουργικά
     κλητική λειτουργικοί λειτουργικές λειτουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λειτουργικός < λειτουργία + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /li.tuɾ.ʝiˈkos/

Επίθετο

λειτουργικός

  1. που αναφέρεται στη λειτουργία
    λειτουργικές δαπάνες
  2. που από την κατασκευή του ή τη δομή του διευκολύνει τον χρήστη του
    χρειαζόμαστε μια σύγχρονη, λειτουργική και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση
  3. (λογιστική) λογιστικά γεγονότα (έσοδα, έξοδα, κέρδη, κλπ.) που προκύπτουν από την κύρια δραστηριότητα οικονομικής μονάδας

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.