λαός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαός οι λαοί
      γενική του λαού των λαών
    αιτιατική τον λαό τους λαούς
     κλητική λαέ λαοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαός

Ετυμολογία 1

λαός < αρχαία ελληνική λαός < πρωτοελληνική *lāwós < (ίσως[1]) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂wos (ένοπλος) < *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια)

Ουσιαστικό

λαός αρσενικό

  1. ένα έθνος με την ξεχωριστή πολιτιστική του φυσιογνωμία και ταυτότητα
  2. το κυβερνώμενο τμήμα ενός κράτους, σε αντίθεση με τους άρχοντες, αλλά και το τμήμα αυτό από το οποίο, όταν υπάρχει δημοκρατία, απορρέουν όλες οι εξουσίες
  3. τα κατώτερα στρώματα μιας κοινωνίας, κατώτερα από οικονομική άποψη και από άποψη γοήτρου· στην περίπτωση αυτή ο λαός διακρίνεται από την αριστοκρατία, από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα
  4. οι πρώτοι άνθρωποι μετά το κατακλυσμό του Δευκαλίωνα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.. Ο Beekes υποθέτει επίσης ότι ίσως είναι προελληνική.


Ετυμολογία 2

λαός < λα(γ)ός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαός οι λαοί
      γενική του λαού των λαών
    αιτιατική τον λαό τους λαούς
     κλητική λαέ λαοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

λαός αρσενικό

  • (ιδιωματικό, θηλαστικό ζώο) ο λαγός [1]

Αναφορές

  1. Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 448.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.