εργάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εργάζομαι < αρχαία ελληνική ἐργάζομαι < ἒργ(ον)+ -άζομαι, επίθημα για τη μεσοπαθητική φωνή του -άζω

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾˈɣa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εργάζομαι

Ρήμα

εργάζομαι, π.αόρ.: εργάστηκα (αποθετικό ρήμα)

Σημειώσεις

Παθητική μετοχή παρακειμένου όπως *εργασμένος (αρχαία ελληνική εἰργασμένος) υπάρχει ως συνθετικό στο κατεργασμένος και στα

Κλίση

Συγγενικά

σύνθετα

 και δείτε τη λέξη έργο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήγουν σε -εργασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.