εργάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εργάζομαι < αρχαία ελληνική ἐργάζομαι < ἒργ(ον)+ -άζομαι, επίθημα για τη μεσοπαθητική φωνή του -άζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɾˈɣa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γά‐ζο‐μαι
Σημειώσεις
Παθητική μετοχή παρακειμένου όπως *εργασμένος (αρχαία ελληνική εἰργασμένος) υπάρχει ως συνθετικό στο κατεργασμένος και στα
- απεργασμένος (απειργασμένος), εξεργασμένος, επεξεργασμένος, επανεπεξεργασμένος, λεπτοεργασμένος, κατεργασμένος, μισοκατεργασμένος[1]
- το αργασμένος, μετοχή του αργάζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εργάζομαι | εργαζόμουν(α) | θα εργάζομαι | να εργάζομαι | εργαζόμενος | |
| β' ενικ. | εργάζεσαι | εργαζόσουν(α) | θα εργάζεσαι | να εργάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εργάζεται | εργαζόταν(ε) | θα εργάζεται | να εργάζεται | ||
| α' πληθ. | εργαζόμαστε | εργαζόμαστε εργαζόμασταν |
θα εργαζόμαστε | να εργαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εργάζεστε | εργαζόσαστε εργαζόσασταν |
θα εργάζεστε | να εργάζεστε | (εργάζεστε) | |
| γ' πληθ. | εργάζονται | εργάζονταν εργαζόντουσαν |
θα εργάζονται | να εργάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εργάστηκα | θα εργαστώ | να εργαστώ | εργαστεί | ||
| β' ενικ. | εργάστηκες | θα εργαστείς | να εργαστείς | εργάσου | ||
| γ' ενικ. | εργάστηκε | θα εργαστεί | να εργαστεί | |||
| α' πληθ. | εργαστήκαμε | θα εργαστούμε | να εργαστούμε | |||
| β' πληθ. | εργαστήκατε | θα εργαστείτε | να εργαστείτε | εργαστείτε | ||
| γ' πληθ. | εργάστηκαν εργαστήκαν(ε) |
θα εργαστούν(ε) | να εργαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εργαστεί | είχα εργαστεί | θα έχω εργαστεί | να έχω εργαστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις εργαστεί | είχες εργαστεί | θα έχεις εργαστεί | να έχεις εργαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εργαστεί | είχε εργαστεί | θα έχει εργαστεί | να έχει εργαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εργαστεί | είχαμε εργαστεί | θα έχουμε εργαστεί | να έχουμε εργαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εργαστεί | είχατε εργαστεί | θα έχετε εργαστεί | να έχετε εργαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εργαστεί | είχαν εργαστεί | θα έχουν εργαστεί | να έχουν εργαστεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λήγουν σε -εργασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.