λατρευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λατρευτικός | η | λατρευτική | το | λατρευτικό |
| γενική | του | λατρευτικού | της | λατρευτικής | του | λατρευτικού |
| αιτιατική | τον | λατρευτικό | τη | λατρευτική | το | λατρευτικό |
| κλητική | λατρευτικέ | λατρευτική | λατρευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λατρευτικοί | οι | λατρευτικές | τα | λατρευτικά |
| γενική | των | λατρευτικών | των | λατρευτικών | των | λατρευτικών |
| αιτιατική | τους | λατρευτικούς | τις | λατρευτικές | τα | λατρευτικά |
| κλητική | λατρευτικοί | λατρευτικές | λατρευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λατρευτικός < (ελληνιστική κοινή) λατρευτικός
Επίθετο
λατρευτικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τη λατρεία θεοτήτων και θείων μεταφυσικών δυνάμεων ή χρησιμοποιείται σε τελετουργία
- λατρευτικά σκεύη
- που έχει σχέση με παθιασμένο έρωτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.