common
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | common |
| συγκριτικός | commoner / more common |
| υπερθετικός | commonest / most common |
Επίθετο
common (en)
- κοινός, συνηθισμένος, που συμβαίνει συχνά· που υπάρχει σε μεγάλους αριθμούς ή σε πολλά μέρη
- ↪ It’s a common sight in our cities.
- Είναι κοινό θέαμα στις πόλεις μας.
- ↪ The flu is a common disease.
- Η γρίπη είναι μια συνηθισμένη αρρώστια.
- ↪ It’s a common sight in our cities.
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κοινός, που μοιράζονται ή ανήκουν σε δύο ή περισσότερα άτομα
- ↪ We have common interests.
- Έχουμε κοινά συμφέροντα.
- ↪ It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
- Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.
- ↪ We have common interests.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινός, συνηθισμένος, που δεν τον χαρακτηρίζει κάτι ξεχωριστό
- ↪ the common man - ο κοινός άνθρωπος
Πολυλεκτικοί όροι
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.