common

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός common
συγκριτικός commoner / more common
υπερθετικός commonest / most common

Επίθετο

common (en)

  1. κοινός, συνηθισμένος, που συμβαίνει συχνά· που υπάρχει σε μεγάλους αριθμούς ή σε πολλά μέρη
    It’s a common sight in our cities.
    Είναι κοινό θέαμα στις πόλεις μας.
    The flu is a common disease.
    Η γρίπη είναι μια συνηθισμένη αρρώστια.
  2. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κοινός, που μοιράζονται ή ανήκουν σε δύο ή περισσότερα άτομα
    We have common interests.
    Έχουμε κοινά συμφέροντα.
    It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
    Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινός, συνηθισμένος, που δεν τον χαρακτηρίζει κάτι ξεχωριστό
    the common man - ο κοινός άνθρωπος

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.