κοινοβουλευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινοβουλευτικός η κοινοβουλευτική το κοινοβουλευτικό
      γενική του κοινοβουλευτικού της κοινοβουλευτικής του κοινοβουλευτικού
    αιτιατική τον κοινοβουλευτικό την κοινοβουλευτική το κοινοβουλευτικό
     κλητική κοινοβουλευτικέ κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινοβουλευτικοί οι κοινοβουλευτικές τα κοινοβουλευτικά
      γενική των κοινοβουλευτικών των κοινοβουλευτικών των κοινοβουλευτικών
    αιτιατική τους κοινοβουλευτικούς τις κοινοβουλευτικές τα κοινοβουλευτικά
     κλητική κοινοβουλευτικοί κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοινοβουλευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινοβουλευτικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.no.vu.lef.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ci.no.vu.lef.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ci.no.vu.lef.tiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

κοινοβουλευτικός -ή -ό

  1. (πολιτική): που αναφέρεται στο κοινοβούλιο
    κοινοβουλευτική αντιπολίτευση
    κοινοβουλευτική δράση
  2. που αναφέρεται στον κοινοβουλευτισμό
    Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κοινοβουλευτικός κοινοβουλευτική τὸ κοινοβουλευτικόν
      γενική τοῦ κοινοβουλευτικοῦ τῆς κοινοβουλευτικῆς τοῦ κοινοβουλευτικοῦ
      δοτική τῷ κοινοβουλευτικ τῇ κοινοβουλευτικ τῷ κοινοβουλευτικ
    αιτιατική τὸν κοινοβουλευτικόν τὴν κοινοβουλευτικήν τὸ κοινοβουλευτικόν
     κλητική ! κοινοβουλευτικέ κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κοινοβουλευτικοί αἱ κοινοβουλευτικαί τὰ κοινοβουλευτικᾰ́
      γενική τῶν κοινοβουλευτικῶν τῶν κοινοβουλευτικῶν τῶν κοινοβουλευτικῶν
      δοτική τοῖς κοινοβουλευτικοῖς ταῖς κοινοβουλευτικαῖς τοῖς κοινοβουλευτικοῖς
    αιτιατική τοὺς κοινοβουλευτικούς τὰς κοινοβουλευτικᾱ́ς τὰ κοινοβουλευτικᾰ́
     κλητική ! κοινοβουλευτικοί κοινοβουλευτικαί κοινοβουλευτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοινοβουλευτικώ τὼ κοινοβουλευτικᾱ́ τὼ κοινοβουλευτικώ
      γεν-δοτ τοῖν κοινοβουλευτικοῖν τοῖν κοινοβουλευτικαῖν τοῖν κοινοβουλευτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοινοβουλευτικός < κοινο- + βουλευτικός

Επίθετο

κοινοβουλευτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.