κοινολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοινολογώ < αρχαία ελληνική κοινολογέομαι / κοινολογοῦμαι < κοινός + λέγω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ακοινολόγητος
- κοινολόγημα
- κοινολογημένος
- κοινολόγηση
- κοινολογήσιμος
- κοινολογία
- κοινολογικός
- → δείτε τις λέξεις κοινός και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοινολογώ | κοινολογούσα | θα κοινολογώ | να κοινολογώ | κοινολογώντας | |
| β' ενικ. | κοινολογείς | κοινολογούσες | θα κοινολογείς | να κοινολογείς | (κοινολόγει) | |
| γ' ενικ. | κοινολογεί | κοινολογούσε | θα κοινολογεί | να κοινολογεί | ||
| α' πληθ. | κοινολογούμε | κοινολογούσαμε | θα κοινολογούμε | να κοινολογούμε | ||
| β' πληθ. | κοινολογείτε | κοινολογούσατε | θα κοινολογείτε | να κοινολογείτε | κοινολογείτε | |
| γ' πληθ. | κοινολογούν(ε) | κοινολογούσαν(ε) | θα κοινολογούν(ε) | να κοινολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοινολόγησα | θα κοινολογήσω | να κοινολογήσω | κοινολογήσει | ||
| β' ενικ. | κοινολόγησες | θα κοινολογήσεις | να κοινολογήσεις | κοινολόγησε | ||
| γ' ενικ. | κοινολόγησε | θα κοινολογήσει | να κοινολογήσει | |||
| α' πληθ. | κοινολογήσαμε | θα κοινολογήσουμε | να κοινολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | κοινολογήσατε | θα κοινολογήσετε | να κοινολογήσετε | κοινολογήστε | ||
| γ' πληθ. | κοινολόγησαν κοινολογήσαν(ε) |
θα κοινολογήσουν(ε) | να κοινολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοινολογήσει | είχα κοινολογήσει | θα έχω κοινολογήσει | να έχω κοινολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοινολογήσει | είχες κοινολογήσει | θα έχεις κοινολογήσει | να έχεις κοινολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοινολογήσει | είχε κοινολογήσει | θα έχει κοινολογήσει | να έχει κοινολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοινολογήσει | είχαμε κοινολογήσει | θα έχουμε κοινολογήσει | να έχουμε κοινολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοινολογήσει | είχατε κοινολογήσει | θα έχετε κοινολογήσει | να έχετε κοινολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοινολογήσει | είχαν κοινολογήσει | θα έχουν κοινολογήσει | να έχουν κοινολογήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.