κοινόβιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοινόβιο τα κοινόβια
      γενική του κοινόβιου
& κοινοβίου
των κοινόβιων
& κοινοβίων
    αιτιατική το κοινόβιο τα κοινόβια
     κλητική κοινόβιο κοινόβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινόβιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοινόβιο ουδέτερο

  • μορφή μοναστικής οργάνωσης κατά την οποία οι μοναχοί έχουν κοινή τράπεζα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους, δεν έχουν δικά τους χρήματα και έχουν ηγούμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.