ιδιωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιωτικός η ιδιωτική το ιδιωτικό
      γενική του ιδιωτικού της ιδιωτικής του ιδιωτικού
    αιτιατική τον ιδιωτικό την ιδιωτική το ιδιωτικό
     κλητική ιδιωτικέ ιδιωτική ιδιωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιωτικοί οι ιδιωτικές τα ιδιωτικά
      γενική των ιδιωτικών των ιδιωτικών των ιδιωτικών
    αιτιατική τους ιδιωτικούς τις ιδιωτικές τα ιδιωτικά
     κλητική ιδιωτικοί ιδιωτικές ιδιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδιωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιωτικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική privé[1]

Επίθετο

ιδιωτικός

  1. σχετικός με έναν ιδιώτη, ένα άτομο ως ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι ως μέλος ενός συνόλου
    ιδιωτική ζωή
     συνώνυμα: προσωπικός
  2. που ανήκει σε και διευθύνεται από έναν ιδιώτη επιχειρηματία και όχι από το δημόσιο
    ιδιωτικό σχολείο
      Επί του παρόντος στο Λονδίνο υπάρχουν δυο τέτοια σχολεία το ιδιωτικό «Ελληνικό Κολέγιο» στην αριστοκρατικότατη περιοχή του Κnightsbridge (εδώ φοιτούν παιδιά με κάποια, οπωσδήποτε, οικονομική άνεση), και το «Ελληνικό Σχολείο» της Ελληνικής Πρεσβείας. (Χάρης Μεττής, Το Πνεύμα των Θυατείρων Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγορίου, εκδ. Ακακία, 2018)

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.