εμφάνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμφάνιση οι εμφανίσεις
      γενική της εμφάνισης* των εμφανίσεων
    αιτιατική την εμφάνιση τις εμφανίσεις
     κλητική εμφάνιση εμφανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμφάνιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμφάνι(σις) (παρουσίαση) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱˈfa.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμφάνιση

Ουσιαστικό

εμφάνιση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμφανίζω/εμφανίζομαι, το να έρχεται κάτι σε σημείο που μπορούν να το δουν
    1. η μορφή, το παρουσιαστικό κάποιου ατόμου, το πώς φαίνεται στους άλλους
    2. Φοράει ό,τι ρούχα νάναι, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εμφάνισή της.
  2. (φωτογραφία)
    1. η διαδικασία δημιουργίας φωτογραφιών από φιλμ
      Έδωσα το φιλμ για εμφάνιση.
    2. η διαδικασία μετατροπής φωτογραφικού φιλμ ή άλλου φωτοευαίσθητου υλικού σε μορφή αρνητικο
      1. (ειδικότερα) το πρώτο στάδιο της εμφάνισης, πριν τη στερέωση
      2. το χημικό υλικό που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση
        Αγόρασα τρία μπουκάλια εμφάνιση και ένα στερέωση.
         συνώνυμα: εμφανιστής, εμουλσιόν

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εμφανής

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.