διακινώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διακινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακινῶ, συνηρημένος τύπος του διακινέω < δια- κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱey-

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈno/ & /ðʝa.ciˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακινώ

Ρήμα

διακινώ, πρτ.: διακινούσα, αόρ.: διακίνησα, παθ.φωνή: διακινούμαι, π.αόρ.: διακινήθηκα, μτχ.π.π.: διακινημένος

  1. μεταφέρω διάφορα πράγματα (π.χ. εμπορεύματα) και τα διανέμω
      Η Πάτρα παρήγε προϊόντα στην ενδοχώρα της, τα μεταποιούσαν οι βιοτεχνίες και οι βιομηχανίες κατά μήκος της παραλίας και τα διακινούσε το πολύβουο λιμάνι της. (Τ. Επτακοίλη, «Η Πάτρα χωρίς μάσκα», εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 24 Φεβρ. 2015)
  2. μεταφέρω ανθρώπους
      Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΣΕ, την τελευταία τετραετία διακινούνται περίπου 125.000 επιβάτες ανά έτος. (Γ. Λιάλιος, «Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη με το τρένο», εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 12 Ιουλ. 2001)
  3. (μεταφορικά) γνωστοποιώ, διαδίδω
      Υπάρχουν δεκάδες δίαυλοι και μέσα (από έντυπα μέχρι το Διαδίκτυο) να διακινήσει κανείς τις ιδέες του. (Ανώνυμος, «Διακίνηση ιδεών σε δημοκρατικούς καιρούς», εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 27 Απρ. 2013)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις διά και κινώ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.