κινητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινητικότητα | οι | κινητικότητες |
| γενική | της | κινητικότητας | των | κινητικοτήτων |
| αιτιατική | την | κινητικότητα | τις | κινητικότητες |
| κλητική | κινητικότητα | κινητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κινητικότητα θηλυκό
- η ικανότητα που έχει κάποιος να κινεί κάτι ή να κινείται
- η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον κινητικό
- η μετακίνηση
- Από την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» ανακοινώθηκε η πρόθεσή της για χιλιάδες διαθεσιμότητες, κινητικότητες, υποχρεωτικές μετακινήσεις ή όπως αλλιώς ευφάνταστοι καρεκλοκένταυροι ονόμασαν τη χειραγώγηση και τις απολύσεις εκείνων που μαθαίνουν στα παιδιά τους γράμματα. (*)
- η εκδήλωση έντονης δραστηριότητας ή δραστηριοποίησης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κινώ
Πολυλεκτικοί όροι
- κοινωνική κινητικότητα: η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.