κινούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κινούμενος η κινούμενη το κινούμενο
      γενική του κινούμενου της κινούμενης του κινούμενου
    αιτιατική τον κινούμενο την κινούμενη το κινούμενο
     κλητική κινούμενε κινούμενη κινούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κινούμενοι οι κινούμενες τα κινούμενα
      γενική των κινούμενων των κινούμενων των κινούμενων
    αιτιατική τους κινούμενους τις κινούμενες τα κινούμενα
     κλητική κινούμενοι κινούμενες κινούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κινούμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.