υποκινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποκινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποκινῶ, συνηρημένος τύπος του ὑποκινέω < ὑπό + κινέω / κινῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inciter) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.kiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κι‐νώ
Ρήμα
υποκινώ, αόρ.: υποκίνησα, παθ.φωνή: υποκινούμαι, π.αόρ.: υποκινήθηκα, μτχ.π.π.: υποκινημένος
- προκαλώ (ή προσπαθώ να προκαλέσω) κάτι κινούμενος παρασκηνιακά και αφανώς
Συγγενικά
- υποκινημένος (μετοχή)
- υποκίνηση
- υποκινήσιμος
- υποκινητής
- υποκινητικός
- υποκινήτρια
- υποκινούμενος (μετοχή)
- → δείτε τις λέξεις υπό και κινώ, επίσης υποκινησία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποκινώ | υποκινούσα | θα υποκινώ | να υποκινώ | υποκινώντας | |
| β' ενικ. | υποκινείς | υποκινούσες | θα υποκινείς | να υποκινείς | ||
| γ' ενικ. | υποκινεί | υποκινούσε | θα υποκινεί | να υποκινεί | ||
| α' πληθ. | υποκινούμε | υποκινούσαμε | θα υποκινούμε | να υποκινούμε | ||
| β' πληθ. | υποκινείτε | υποκινούσατε | θα υποκινείτε | να υποκινείτε | υποκινείτε | |
| γ' πληθ. | υποκινούν(ε) | υποκινούσαν(ε) | θα υποκινούν(ε) | να υποκινούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποκίνησα | θα υποκινήσω | να υποκινήσω | υποκινήσει | ||
| β' ενικ. | υποκίνησες | θα υποκινήσεις | να υποκινήσεις | υποκίνησε | ||
| γ' ενικ. | υποκίνησε | θα υποκινήσει | να υποκινήσει | |||
| α' πληθ. | υποκινήσαμε | θα υποκινήσουμε | να υποκινήσουμε | |||
| β' πληθ. | υποκινήσατε | θα υποκινήσετε | να υποκινήσετε | υποκινήστε | ||
| γ' πληθ. | υποκίνησαν υποκινήσαν(ε) |
θα υποκινήσουν(ε) | να υποκινήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποκινήσει | είχα υποκινήσει | θα έχω υποκινήσει | να έχω υποκινήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποκινήσει | είχες υποκινήσει | θα έχεις υποκινήσει | να έχεις υποκινήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποκινήσει | είχε υποκινήσει | θα έχει υποκινήσει | να έχει υποκινήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποκινήσει | είχαμε υποκινήσει | θα έχουμε υποκινήσει | να έχουμε υποκινήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποκινήσει | είχατε υποκινήσει | θα έχετε υποκινήσει | να έχετε υποκινήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποκινήσει | είχαν υποκινήσει | θα έχουν υποκινήσει | να έχουν υποκινήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποκινούμαι | υποκινούμουν | θα υποκινούμαι | να υποκινούμαι | υποκινούμενος | |
| β' ενικ. | υποκινείσαι | υποκινούσουν | θα υποκινείσαι | να υποκινείσαι | ||
| γ' ενικ. | υποκινείται | υποκινούνταν | θα υποκινείται | να υποκινείται | ||
| α' πληθ. | υποκινούμαστε | υποκινούμασταν υποκινούμαστε |
θα υποκινούμαστε | να υποκινούμαστε | ||
| β' πληθ. | υποκινείστε | υποκινούσασταν υποκινούσαστε |
θα υποκινείστε | να υποκινείστε | υποκινείστε | |
| γ' πληθ. | υποκινούνται | υποκινούνταν | θα υποκινούνται | να υποκινούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποκινήθηκα | θα υποκινηθώ | να υποκινηθώ | υποκινηθεί | ||
| β' ενικ. | υποκινήθηκες | θα υποκινηθείς | να υποκινηθείς | υποκινήσου | ||
| γ' ενικ. | υποκινήθηκε | θα υποκινηθεί | να υποκινηθεί | |||
| α' πληθ. | υποκινηθήκαμε | θα υποκινηθούμε | να υποκινηθούμε | |||
| β' πληθ. | υποκινηθήκατε | θα υποκινηθείτε | να υποκινηθείτε | υποκινηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υποκινήθηκαν υποκινηθήκαν(ε) |
θα υποκινηθούν(ε) | να υποκινηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποκινηθεί | είχα υποκινηθεί | θα έχω υποκινηθεί | να έχω υποκινηθεί | υποκινημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υποκινηθεί | είχες υποκινηθεί | θα έχεις υποκινηθεί | να έχεις υποκινηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποκινηθεί | είχε υποκινηθεί | θα έχει υποκινηθεί | να έχει υποκινηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποκινηθεί | είχαμε υποκινηθεί | θα έχουμε υποκινηθεί | να έχουμε υποκινηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποκινηθεί | είχατε υποκινηθεί | θα έχετε υποκινηθεί | να έχετε υποκινηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποκινηθεί | είχαν υποκινηθεί | θα έχουν υποκινηθεί | να έχουν υποκινηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υποκινημένος - είμαστε, είστε, είναι υποκινημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υποκινημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υποκινημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υποκινημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υποκινημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υποκινημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υποκινημένοι | |||||
Αναφορές
- υποκινώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.