κινητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κινητός | η | κινητή | το | κινητό |
| γενική | του | κινητού | της | κινητής | του | κινητού |
| αιτιατική | τον | κινητό | την | κινητή | το | κινητό |
| κλητική | κινητέ | κινητή | κινητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κινητοί | οι | κινητές | τα | κινητά |
| γενική | των | κινητών | των | κινητών | των | κινητών |
| αιτιατική | τους | κινητούς | τις | κινητές | τα | κινητά |
| κλητική | κινητοί | κινητές | κινητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κινητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κινητός < κινέω / κινῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mobile[1] [2] ή από την αγγλική mobile[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.niˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐τός
Επίθετο
κινητός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να κινείται ή να μετακινείται
- (ουσιαστικοποιημένο) κινητά
- (ουσιαστικοποιημένο) κινητή
- (ουσιαστικοποιημένο) κινητό
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- κινητή περιουσία:
- ≠ αντώνυμα: ακίνητη περιουσία: που αφορά αντικείμενα που είναι δυνατόν να μετακινηθούν κι όχι κτήματα ή ακίνητα
- κινητή εορτή: (θρησκεία) εορτή που δεν εορτάζεται σε σταθερή ημερομηνία, αλλά εξαρτάται από την ημερομηνία του Πάσχα
- κινητή τηλεφωνία / κινητό τηλέφωνο: για τηλεφωνικές συσκευές που είναι ασύρματες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κινώ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κινητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κινητός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κινητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.