κουνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουνώ < μεσαιωνική ελληνική κουνώ < αρχαία ελληνική κινέω/ κινῶ
Ρήμα
κουνώ (μεταβατικό) ή (αμετάβατο)
- (μεταβατικό) αλλάζω θέση, μετακινώ, μεταθέτω, μετατοπίζω
- ποιος κούνησε το βάζο από τη θέση του;
- είναι αυτός που κουνάει τα χέρια του
- κούνα λίγο πιο πέρα το αυτοκίνητό σου να χωρέσω
- (μεταβατικό) αλλάζω θέση με συνεχή παλινδρομικό τρόπο, ταλαντεύω
- ο αέρας κουνάει τα κλαδιά του δέντρου
- (αμετάβατο) αλλάζω θέση ως προς κάποιο άξονα που με διαπερνάει, ταλαντεύομαι
- το πλοίο κουνάει πολύ
- η ξύλινη σκάλα ήταν παλιά και κούναγε όταν την ανέβαινες
- η καρέκλα αυτή κουνάει, μου φέρνετε μιαν άλλη;
Εκφράσεις
- κούνια που σε κούναγε!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.