κινηματογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κινηματογράφος οι κινηματογράφοι
      γενική του κινηματογράφου των κινηματογράφων
    αιτιατική τον κινηματογράφο τους κινηματογράφους
     κλητική κινηματογράφε κινηματογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κινηματογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cinématographe (ο μηχανισμός λήψης αλλά και ο μηχανισμός προβολής κινηματογραφικών εικόνων) < αρχαία ελληνική κίνημα + -γράφος
Αίθουσα κινηματογράφου.
Θερινός κινηματογράφος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ni.ma.toˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κινηματογράφος

Ουσιαστικό

κινηματογράφος αρσενικό

  1. η εφεύρεση των αδελφών Λυμιέρ που επιτρέπει την καταγραφή κινούμενης εικόνας πάνω σε φωτοευαίσθητο υλικό (φιλμ) και στη συνέχεια την αναπαραγωγή της
  2. η τέχνη της κινούμενης εικόνας, η έβδομη τέχνη
    ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε στη δεκαετία του '20
  3. ένα κτίριο ή μια εγκατάσταση όπου προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες για το κοινό
    η αίθουσα του κινηματογράφου ήταν γεμάτη κόσμο

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.