συγκινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκινώ < αρχαία ελληνική συγκινέω / συγκινῶ < σύν + κινέω / κινῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émouvoir)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ɟiˈno/
Ρήμα
συγκινώ (παθητική φωνή: συγκινούμαι)
- προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική φόρτιση
- συναρπάζω, προκαλώ το ενδιαφέρον
- επηρεάζω τα συναισθήματα κάποιου
- κάνω κάποιον να δακρύσει
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.