ακινητοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακινητοποιώ < ακίνητος + ποιώ

Ρήμα

ακινητοποιώ

  • καθιστώ ακίνητο
    η αστυνομία ακινητοποίησε το ύποπτο όχημα

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.