μοχλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοχλός οι μοχλοί
      γενική του μοχλού των μοχλών
    αιτιατική τον μοχλό τους μοχλούς
     κλητική μοχλέ μοχλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μοχλός α' είδους

Ετυμολογία

μοχλός < αρχαία ελληνική μοχλός

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈxlos/

Ουσιαστικό

μοχλός αρσενικό

  1. (φυσική) άκαμπτο αντικείμενο που σε συνδυασμό με ένα υπομόχλιο μπορεί να πολλαπλασιάσει τη μηχανική δύναμη που ασκείται σε ένα άλλο αντικείμενο
  2. εξάρτημα ενός μηχανισμού που το χρησιμοποιεί ο χειριστής για να επιτελέσει κάποιες λειτουργίες
     συνώνυμα: λεβιές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.