μοχλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοχλός | οι | μοχλοί |
| γενική | του | μοχλού | των | μοχλών |
| αιτιατική | τον | μοχλό | τους | μοχλούς |
| κλητική | μοχλέ | μοχλοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μοχλός α' είδους
Ετυμολογία
- μοχλός < αρχαία ελληνική μοχλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈxlos/
Ουσιαστικό
μοχλός αρσενικό
- (φυσική) άκαμπτο αντικείμενο που σε συνδυασμό με ένα υπομόχλιο μπορεί να πολλαπλασιάσει τη μηχανική δύναμη που ασκείται σε ένα άλλο αντικείμενο
- εξάρτημα ενός μηχανισμού που το χρησιμοποιεί ο χειριστής για να επιτελέσει κάποιες λειτουργίες
Συνώνυμα
- αναμόχλεμα / αναμόχλευμα
- αναμόχλευση
- αναμοχλευτήρας
- αναμοχλευτής
- αναμοχλευτικός
- αναμοχλεύω
- εκμόχλευση
- εκμοχλεύω
- μοχλίσκος
- μοχλοβραχίονας
- μοχλοπέδη
- ξεμοχλεύω
- υπομόχλευση
- υπομοχλεύω
- υπομόχλιο
-
μοχλός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.