παρακινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παρακινώ (παθητική φωνή: παρακινούμαι / παρακινιέμαι)
Συγγενικά
- απαρακίνητα
- απαρακίνητος
- παρακίνημα
- παρακινημένος
- παρακινημός
- παρακίνηση
- παρακινητής
- παρακινητικά
- παρακινητικός
- παρακινητικώς
- παρακινήτρια
- → δείτε τις λέξεις παρά και κινώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρακινώ | παρακινούσα | θα παρακινώ | να παρακινώ | παρακινώντας | |
| β' ενικ. | παρακινείς | παρακινούσες | θα παρακινείς | να παρακινείς | (παρακίνει) | |
| γ' ενικ. | παρακινεί | παρακινούσε | θα παρακινεί | να παρακινεί | ||
| α' πληθ. | παρακινούμε | παρακινούσαμε | θα παρακινούμε | να παρακινούμε | ||
| β' πληθ. | παρακινείτε | παρακινούσατε | θα παρακινείτε | να παρακινείτε | παρακινείτε | |
| γ' πληθ. | παρακινούν(ε) | παρακινούσαν(ε) | θα παρακινούν(ε) | να παρακινούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρακίνησα | θα παρακινήσω | να παρακινήσω | παρακινήσει | ||
| β' ενικ. | παρακίνησες | θα παρακινήσεις | να παρακινήσεις | παρακίνησε | ||
| γ' ενικ. | παρακίνησε | θα παρακινήσει | να παρακινήσει | |||
| α' πληθ. | παρακινήσαμε | θα παρακινήσουμε | να παρακινήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρακινήσατε | θα παρακινήσετε | να παρακινήσετε | παρακινήστε | ||
| γ' πληθ. | παρακίνησαν παρακινήσαν(ε) |
θα παρακινήσουν(ε) | να παρακινήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρακινήσει | είχα παρακινήσει | θα έχω παρακινήσει | να έχω παρακινήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρακινήσει | είχες παρακινήσει | θα έχεις παρακινήσει | να έχεις παρακινήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρακινήσει | είχε παρακινήσει | θα έχει παρακινήσει | να έχει παρακινήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρακινήσει | είχαμε παρακινήσει | θα έχουμε παρακινήσει | να έχουμε παρακινήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρακινήσει | είχατε παρακινήσει | θα έχετε παρακινήσει | να έχετε παρακινήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρακινήσει | είχαν παρακινήσει | θα έχουν παρακινήσει | να έχουν παρακινήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.