κερί

κεριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κερί τα κεριά
      γενική του κεριού των κεριών
    αιτιατική το κερί τα κεριά
     κλητική κερί κεριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κερί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερί(ν) < κηρίον < αρχαία ελληνική κηρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ka:r- (κερί)

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κερί

Ουσιαστικό

κερί ουδέτερο

  1. ουσία που εκκρίνουν οι μέλισσες και με την οποία φτιάχνουν την κερήθρα τους
  2. επίμηκες κυλινδρικό αντικείμενο από κερί (ή παραφίνη) που έχει ενσωματωμένο ένα νήμα (φιτίλι) και χρησιμεύει ως πηγή φωτισμού
    αρωματικά κεριά, άναψα ένα κερί στον άγιο
     συνώνυμα: αγιοκέρι, λαμπάδα
  3. κιτρινωπή ουσία που εκκρίνεται από τα αφτιά

ιδιωματικά:

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

κερί ουδέτερο

  • άλλη μορφή του κερίν  δείτε τη λέξη κηρίον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.