αλειμματοκέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλειμματοκέρι | τα | αλειμματοκέρια |
| γενική | του | αλειμματοκεριού | των | αλειμματοκεριών |
| αιτιατική | το | αλειμματοκέρι | τα | αλειμματοκέρια |
| κλητική | αλειμματοκέρι | αλειμματοκέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- ξυγκοκέρι
- σπαρματσέτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.