κηροπλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηροπλαστικός η κηροπλαστική το κηροπλαστικό
      γενική του κηροπλαστικού της κηροπλαστικής του κηροπλαστικού
    αιτιατική τον κηροπλαστικό την κηροπλαστική το κηροπλαστικό
     κλητική κηροπλαστικέ κηροπλαστική κηροπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηροπλαστικοί οι κηροπλαστικές τα κηροπλαστικά
      γενική των κηροπλαστικών των κηροπλαστικών των κηροπλαστικών
    αιτιατική τους κηροπλαστικούς τις κηροπλαστικές τα κηροπλαστικά
     κλητική κηροπλαστικοί κηροπλαστικές κηροπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κηροπλαστικός < (ελληνιστική κοινή) κηροπλαστικός

Επίθετο

κηροπλαστικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον κηροπλάστη και την τέχνη του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κηροπλαστική: η τέχνη του κηροπλάστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.