κέρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κέρινος | η | κέρινη | το | κέρινο |
| γενική | του | κέρινου | της | κέρινης | του | κέρινου |
| αιτιατική | τον | κέρινο | την | κέρινη | το | κέρινο |
| κλητική | κέρινε | κέρινη | κέρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κέρινοι | οι | κέρινες | τα | κέρινα |
| γενική | των | κέρινων | των | κέρινων | των | κέρινων |
| αιτιατική | τους | κέρινους | τις | κέρινες | τα | κέρινα |
| κλητική | κέρινοι | κέρινες | κέρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κέρινος < αρχαία ελληνική κήρινος < κηρός
Επίθετο
κέρινος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει κατασκευαστεί από κερί
- (μεταφορικά) που έχει το χρώμα του κεριού (ως καλός ή κακός χαρακτηρισμός)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κερί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.