αγιοκέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγιοκέρι | τα | αγιοκέρια |
| γενική | του | αγιοκεριού | των | αγιοκεριών |
| αιτιατική | το | αγιοκέρι | τα | αγιοκέρια |
| κλητική | αγιοκέρι | αγιοκέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγιοκέρι ουδέτερο
- το κερί που χρησιμοποιείται στην εκκλησία
- ※ Η λύρα εμαλάκωσε την ώρα / Την πρώιμη χώρα των ονείρων / Όπου η αγάπη έστησε χορό / Με αγιοκέρια με λιβανωτά (Γιώργος Σαραντάρης, Με τα τριζόνια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
